- συνεχέως
- συνεχήςholding togetheradverbial (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνεχέως — συνεχέως , συνεχής holding together adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι … Dictionary of Greek
συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… … Dictionary of Greek
ՄԻԱՇԱՐ — ( ) NBH 2 0271 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 13c ա.մ. ὀλόκληρος integer, totus συνεχής continuus συνεχέως continenter, sine intermissione. Ի մի կարգ շարեալ. շարադասեալ. միայար. անընդհատ. շարունակ. ամբողջ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)